Anonymous

ἐπήβολος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπήβολος:''' -ον, ποιητ. αντί [[ἐπί]]-βολος ([[ἐπιβάλλω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[κάτοχος]], [[κύριος]] ή [[αρμόδιος]] για [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αισχύλ.· <i>ἐπ. φρενῶν</i>, [[compos]] mentis, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που ανήκει, αναφέρεται σε [[κάτι]], ο αρμόζων, αυτός που ταιριάζει, με δοτ., σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐπήβολος:''' -ον, ποιητ. αντί [[ἐπί]]-βολος ([[ἐπιβάλλω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[κάτοχος]], [[κύριος]] ή [[αρμόδιος]] για [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αισχύλ.· <i>ἐπ. φρενῶν</i>, [[compos]] mentis, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που ανήκει, αναφέρεται σε [[κάτι]], ο αρμόζων, αυτός που ταιριάζει, με δοτ., σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπήβολος:''' <b class="num">1)</b> достигший, обретший, владеющий (чем-л.), располагающий (οὐ νηὸς οὐδ᾽ ἐρετάων Hom.; ἐπιστὴμης Plat.; [[δυοῖν]] μεγίστοιν ἀγαθοῖν Plut.): ἐπῆβολον [[γενέσθαι]] τινός Hom., Arst.; получить что-л., обладать чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> преисполненный, одержимый (τερπνῆς νόσου Aesch.): ἐ. φρενῶν Aesch., Soph.; находящийся в здравом уме; [[νῆσος]] [[θεῶν]] ἐ. Her. хранимый богами остров;<br /><b class="num">3)</b> обладающий способностью, весьма искусный (κλέψαι τι ἐπηβολώτατος Plut.);<br /><b class="num">4)</b> подобающий, свойственный (γυναιξί Theocr.).
}}
}}