3,274,159
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἠπιόχειρ:''' -ειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[χέρι]] που καταπραΰνει, ανακουφίζει, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἠπιόχειρ:''' -ειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[χέρι]] που καταπραΰνει, ανακουφίζει, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἠπιόχειρ:''' χειρος adj. чья рука дает успокоение, исцеляющий ([[Ἀπόλλων]] Anth.). | |||
}} | }} |