Anonymous

ταχύπομπος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(40)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που στέλνει ή συνοδεύει [[γρήγορα]] («τί ποτ' εὔπλοιαν ἔπραξαν ταχυπόμποισι διωγμοῑς;», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πομπός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ναυσί</i>-<i>πομπος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που στέλνει ή συνοδεύει [[γρήγορα]] («τί ποτ' εὔπλοιαν ἔπραξαν ταχυπόμποισι διωγμοῑς;», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πομπός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ναυσί</i>-<i>πομπος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰχύπομπος:''' (ῠ) быстро следующий, т. е. стремительный, быстрый (διωγμοί Aesch.).
}}
}}