Anonymous

ἔησθα: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔησθα:''' Επικ. βʹ ενικ., Επικ. αντί <i>ἦς</i>, βʹ ενικ. παρατ. του [[εἰμί]] ([[sum]]).
|lsmtext='''ἔησθα:''' Επικ. βʹ ενικ., Επικ. αντί <i>ἦς</i>, βʹ ενικ. παρατ. του [[εἰμί]] ([[sum]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἔησθα:''' и [[ἦσθα]] эп. 2 л. sing. impf. к [[εἰμί]].
}}
}}