Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκβόλιμος: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκβόλιμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αποβλήθηκε<br /><b>2.</b> [[μάταιος]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>3.</b> [[απόβλητος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐκβόλιμον</i><br />[[παιδί]] που γεννήθηκε πρόωρα ή [[έμβρυο]] που αποβλήθηκε.
|mltxt=[[ἐκβόλιμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αποβλήθηκε<br /><b>2.</b> [[μάταιος]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>3.</b> [[απόβλητος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐκβόλιμον</i><br />[[παιδί]] που γεννήθηκε πρόωρα ή [[έμβρυο]] που αποβλήθηκε.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκβόλιμος:''' <b class="num">1)</b> недоношенный ([[ἔμβρυον]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> негодный, нелепый (ἐ. καὶ διημαρτημένος Plut.).
}}
}}