Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπουργέω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπουργέω:''' ([[ὑπουργός]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προσφέρω]] [[υπηρεσία]] ή [[βοήθεια]] σε κάποιον, [[υπηρετώ]], [[βοηθώ]], [[συντρέχω]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· χρηστὰ [[ὑπουργέω]] (ενν. <i>τοῖς Ἀθηναίοισι</i>), τους [[παρέχω]] [[καλή]] [[υπηρεσία]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ὑπουργέω]] χάριντινί, σε Αισχύλ. — Παθ., <i>τὰ ὑπουργημένα</i>, οι προσφερόμενες, παρεχόμενες υπηρεσίες, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὑπουργέω:''' ([[ὑπουργός]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προσφέρω]] [[υπηρεσία]] ή [[βοήθεια]] σε κάποιον, [[υπηρετώ]], [[βοηθώ]], [[συντρέχω]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· χρηστὰ [[ὑπουργέω]] (ενν. <i>τοῖς Ἀθηναίοισι</i>), τους [[παρέχω]] [[καλή]] [[υπηρεσία]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ὑπουργέω]] χάριντινί, σε Αισχύλ. — Παθ., <i>τὰ ὑπουργημένα</i>, οι προσφερόμενες, παρεχόμενες υπηρεσίες, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπουργέω:''' оказывать услугу или помощь (τινι Her., Aesch., Thuc.): χρηστὰ ὑ. Her. оказывать важные услуги; ὑπούργησον [[τάδε]], sc. [[ἐμοί]] Soph. окажи мне в этом помощь; τὰ ὑπουργημένα Her. услуги, благодеяния; ἢν τὰ ἐπὶ τούτοις ὑπουργῶσιν Thuc. если они окажут в этом помощь.
}}
}}