Anonymous

κατειλύω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατειλύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[καλύπτω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[ὄρος]] ψάμμῳ κατειλῡμένον (μτχ. παρακ.), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατειλύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[καλύπτω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[ὄρος]] ψάμμῳ κατειλῡμένον (μτχ. παρακ.), σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατειλύω:''' обволакивать, окружать (τινὰ ψαμάθοισιν Hom. - in tmesi): [[οὖρος]] πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Her. каменная гора, сплошь покрытая песком.
}}
}}