ὀστέον: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀστέον:''' τό, Αττ. συνηρ. [[ὀστοῦν]], ποιητ. ὀστεῦν, πληθ. <i>ὀστέα</i>, Αττ. συνηρ. [[ὀστᾶ]], Αττ. γεν. πληθ. <i>ὀστῶν</i>, επίσης <i>ὀστέων</i> ([[χάριν]] μέτρου), σε Σοφ., Αριστοφ.· Επικ. γεν. πληθ. [[ὀστεόφιν]] (βλ. κατωτ.), Λατ. os, [[ossis]], [[κόκαλο]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· <i>λευκὰ ὀστέα</i>, τα ξασπρισμένα κόκαλα των [[νεκρών]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὀστέον:''' τό, Αττ. συνηρ. [[ὀστοῦν]], ποιητ. ὀστεῦν, πληθ. <i>ὀστέα</i>, Αττ. συνηρ. [[ὀστᾶ]], Αττ. γεν. πληθ. <i>ὀστῶν</i>, επίσης <i>ὀστέων</i> ([[χάριν]] μέτρου), σε Σοφ., Αριστοφ.· Επικ. γεν. πληθ. [[ὀστεόφιν]] (βλ. κατωτ.), Λατ. os, [[ossis]], [[κόκαλο]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· <i>λευκὰ ὀστέα</i>, τα ξασπρισμένα κόκαλα των [[νεκρών]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀστέον:''' стяж. [[ὀστοῦν]] τό кость (σάρκες τε καὶ ὀστέα Hom.; [[ὀστᾶ]] καὶ [[νεῦρα]] Plat.).
}}
}}