3,270,824
edits
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δοξαστικός]], -ή, -όν)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο δοξάζει, εξυμνεί [[κάποιος]], [[υμνητικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[δοξαστικό]](<i>ν</i>)<br />ιδιόμελο, [[συνήθως]], τροπάριο του όρθρου, της λιτής και του εσπερινού, στο οποίο προτάσσεται ο [[στίχος]] «[[δόξα]] Πατρὶ καὶ Υἱῷ...»<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που έχει [[σχέση]] με [[δοξασία]], με [[εικασία]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[δοξαστικός]], -ή, -όν)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο δοξάζει, εξυμνεί [[κάποιος]], [[υμνητικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[δοξαστικό]](<i>ν</i>)<br />ιδιόμελο, [[συνήθως]], τροπάριο του όρθρου, της λιτής και του εσπερινού, στο οποίο προτάσσεται ο [[στίχος]] «[[δόξα]] Πατρὶ καὶ Υἱῷ...»<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που έχει [[σχέση]] με [[δοξασία]], με [[εικασία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοξαστικός:''' <b class="num">1)</b> (предполагающий, вырабатывающий (определенные) мнения ([[μέρος]] τῆς φυχῆς Arst.; φορὰ καὶ [[ὁρμή]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> основанный на мнениях, предположительный ([[ἐπιστήμη]] Plat.). | |||
}} | }} |