Anonymous

ἠπιόδωρος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠπιόδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), [[ευεργετικός]], [[γενναιόδωρος]], αυτός που εξευμενίζει μέσω δώρων, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἠπιόδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), [[ευεργετικός]], [[γενναιόδωρος]], αυτός που εξευμενίζει μέσω δώρων, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠπιόδωρος:''' ласково дарящий, любвеобильный ([[μήτηρ]] Hom.).
}}
}}