Anonymous

ῥοπή: Difference between revisions

From LSJ
1,773 bytes added ,  31 December 2018
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥοπή:''' ἡ ([[ῥέπω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κλίση]] προς τα [[κάτω]], [[ροπή]], [[κλίση]] πλάστιγγας, ζυγαριάς, σε Αισχύλ.· <i>διαφέρειν τὴν ῥοπήν</i>, [[διαταράσσω]] την [[ισορροπία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., η [[κλίση]] της πλάστιγγας, η κρίσιμη [[στιγμή]], στην οποία θα αποφασιστεί η [[έκβαση]], Λατ. [[momentum]]· <i>ἔχεται ῥόπας</i> (ενν. ἡ [[πόλις]]), η πόλη βρίσκεται σε κρίσιμη [[στιγμή]] της τύχης της, σε Αριστοφ.· <i>ῥοπὴ ἐπισκοπεῖ Δίκας</i>, η [[πλάστιγγα]] ή η κρίσιμη [[μεταστροφή]], [[αλλαγή]] της Δικαιοσύνης, σε Αισχύλ.· σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει [[ῥοπή]], μικρή, [[ελαφρά]] [[κλίση]] της πλάστιγγας αποτελειώνει τους γέροντες, σε Σοφ.· <i>ἐπὶσμικρᾶς ῥοπῆς</i>, λέγεται για τους εξαρτώμενους από την ελαχίστη [[τροπή]] των περιστάσεων, λέγεται γι' αυτούς που αγγίζουν τον θάνατο, σε Ευρ.· <i>ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες</i>, λέγεται γι' αυτούς που εξαρτώνται από μια μοναδική, ελάχιστη [[τροπή]] των περιστάσεων, γι' αυτούς που βρίσκονται σε κρίσιμη [[κατάσταση]], σε Θουκ.· <i>ῥοπὴ βίου</i>, το [[σημείο]] καμπής, τροπής ή καταστροφής του βίου, δηλ. ο [[θάνατος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[επιρροή]], [[επίδραση]], [[επενέργεια]], σε Δημ.
|lsmtext='''ῥοπή:''' ἡ ([[ῥέπω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κλίση]] προς τα [[κάτω]], [[ροπή]], [[κλίση]] πλάστιγγας, ζυγαριάς, σε Αισχύλ.· <i>διαφέρειν τὴν ῥοπήν</i>, [[διαταράσσω]] την [[ισορροπία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., η [[κλίση]] της πλάστιγγας, η κρίσιμη [[στιγμή]], στην οποία θα αποφασιστεί η [[έκβαση]], Λατ. [[momentum]]· <i>ἔχεται ῥόπας</i> (ενν. ἡ [[πόλις]]), η πόλη βρίσκεται σε κρίσιμη [[στιγμή]] της τύχης της, σε Αριστοφ.· <i>ῥοπὴ ἐπισκοπεῖ Δίκας</i>, η [[πλάστιγγα]] ή η κρίσιμη [[μεταστροφή]], [[αλλαγή]] της Δικαιοσύνης, σε Αισχύλ.· σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει [[ῥοπή]], μικρή, [[ελαφρά]] [[κλίση]] της πλάστιγγας αποτελειώνει τους γέροντες, σε Σοφ.· <i>ἐπὶσμικρᾶς ῥοπῆς</i>, λέγεται για τους εξαρτώμενους από την ελαχίστη [[τροπή]] των περιστάσεων, λέγεται γι' αυτούς που αγγίζουν τον θάνατο, σε Ευρ.· <i>ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες</i>, λέγεται γι' αυτούς που εξαρτώνται από μια μοναδική, ελάχιστη [[τροπή]] των περιστάσεων, γι' αυτούς που βρίσκονται σε κρίσιμη [[κατάσταση]], σε Θουκ.· <i>ῥοπὴ βίου</i>, το [[σημείο]] καμπής, τροπής ή καταστροφής του βίου, δηλ. ο [[θάνατος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[επιρροή]], [[επίδραση]], [[επενέργεια]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥοπή:''' <b class="num">1)</b> склонение, наклоненность, наклон: ῥοπὴν ἔχειν [[μέχρι]] τινός Arst. склоняться (тяготеть) к чему-л.; ἐπὶ [[τᾶς]] αὐτᾶς ῥοπᾶς ἐρείδεσθαι Plat. находиться в равновесии; διαφέρειν или διαστρέφειν τὴν ῥοπήν Plut. нарушать равновесие; εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνειν Polyb. склоняться то в одну, то в другую сторону; ῥ. δίκης Aesch. весы правосудия;<br /><b class="num">2)</b> обстоятельство, фактор: [[μεγάλη]] ῥ. Dem. важный фактор; σμικρὰ παλαιὰ σώματ᾽ εὐνάζει ῥ. Soph. ничтожное обстоятельство валит с ног стариков; ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς εἶναι Thuc. иметь один лишь шанс, т. е. висеть на волоске;<br /><b class="num">3)</b> поворотный пункт, решающий момент, важное обстоятельство: ἔχεσθαι ῥοπᾶς Arph. или ἐν ῥοπῇ κεῖσθαι Soph. находиться в критическом положении; ῥ. βίου μοι Soph. жизнь моя на исходе;<br /><b class="num">4)</b> вес, значение, важность: οὐ μικράν τινα ροπὴν εἶναι οἴεσθαί τι Xen. придавать чему-л. немалое значение; μεγάλην ἔχειν ῥοπὴν πρός τι Arst. иметь большое значение для чего-л.
}}
}}