Anonymous

προσορμίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(35)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[ὁρμίζω]]<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[πλοίο]] σε όρμο, [[λιμάνι]], όπου και το [[αγκυροβολώ]]<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προσορμίζομαι</i><br />[[εισέρχομαι]] σε όρμο για αγκυροβοληση, [[προσεγγίζω]] το [[λιμάνι]] και [[αγκυροβολώ]].
|mltxt=ΝΑ [[ὁρμίζω]]<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[πλοίο]] σε όρμο, [[λιμάνι]], όπου και το [[αγκυροβολώ]]<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προσορμίζομαι</i><br />[[εισέρχομαι]] σε όρμο για αγκυροβοληση, [[προσεγγίζω]] το [[λιμάνι]] και [[αγκυροβολώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσορμίζω:''' преимущ. med. причаливать, становиться на якорь (Κνίδῳ Luc.; med.: πρὸς τὴν νῆσον Her.; τῇ Σαμοθρᾴκῃ Plut.).
}}
}}