Anonymous

πῶμα: Difference between revisions

From LSJ
195 bytes added ,  31 December 2018
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῶμα:''' -ατος, τό (√<i>ΠΟ</i> σε μερικούς χρόνους του [[πίνω]]), ποτό, [[ρόφημα]], σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[πῶμα]]:</b> -ατος, τό, [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]], σε Όμηρ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''πῶμα:''' -ατος, τό (√<i>ΠΟ</i> σε μερικούς χρόνους του [[πίνω]]), ποτό, [[ρόφημα]], σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[πῶμα]]:</b> -ατος, τό, [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]], σε Όμηρ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''πῶμα:''' ατος τό Trag., Plat. = [[πόμα]].<br />ατος τό крышка, клапан (φαρέτρης Hom.; [[πίθου]] Hes.; κιβωτοῦ Plut.).
}}
}}