Anonymous

ἀκολουθέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκολουθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀκόλουθος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ακολουθώ]] κάποιον, [[κυνηγώ]] κάποιον ή [[προχωρώ]], συντάσσομαι μαζί του, με δοτ. προσ., σε Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης, ἀκ. [[μετά]] τινος, σε Πλάτ.· [[σύν]] τινι, σε Ξεν.· [[κατόπιν]] τινός, σε Αριστοφ.· απόλ., σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ακολουθώ]], [[υπακούω]], <i>τινί</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἀκ. τοῖς πράγμασιν</i>, [[ακολουθώ]], [[συμβαδίζω]] με τις περιστάσεις, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακολουθώ]] το [[νήμα]] της ομιλίας, την [[συνέχεια]] του λόγου κάποιου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[ακολουθώ]] ως [[συμπέρασμα]] ενός πράγματος, [[προκύπτω]] ως [[λογικό]] [[συμπέρασμα]], ως [[λογική]] [[συνέπεια]], <i>τοῖς εἰρημένοις</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀκολουθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀκόλουθος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ακολουθώ]] κάποιον, [[κυνηγώ]] κάποιον ή [[προχωρώ]], συντάσσομαι μαζί του, με δοτ. προσ., σε Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης, ἀκ. [[μετά]] τινος, σε Πλάτ.· [[σύν]] τινι, σε Ξεν.· [[κατόπιν]] τινός, σε Αριστοφ.· απόλ., σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ακολουθώ]], [[υπακούω]], <i>τινί</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἀκ. τοῖς πράγμασιν</i>, [[ακολουθώ]], [[συμβαδίζω]] με τις περιστάσεις, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακολουθώ]] το [[νήμα]] της ομιλίας, την [[συνέχεια]] του λόγου κάποιου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[ακολουθώ]] ως [[συμπέρασμα]] ενός πράγματος, [[προκύπτω]] ως [[λογικό]] [[συμπέρασμα]], ως [[λογική]] [[συνέπεια]], <i>τοῖς εἰρημένοις</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκολουθέω:''' <b class="num">1)</b> следовать (за), идти, идти вслед (за), провожать, сопровождать (τινι Arph., Plat., Luc., [[μετά]] τινος Lys., Isocr., Plat., [[σύν]] τινι Xen., [[κατόπιν]] τινά Arph., реже τινα Men.): ἀ. ἐπί, εἴς и πρός τι Thuc., Dem.; сопровождать к чему-л. (куда-л.); οἱ ἀκολουθοῦντες Plut. сопровождающие, свита;<br /><b class="num">2)</b> следовать (примеру и т. п.), сообразоваться: ἀκολουθῆσαι τῇ γνώμῃ Thuc. присоединиться к (чьему-л.) мнению; οὐκ ἀ. τοῖς πράγμασιν, ἀλλ᾽ [[ἔμπροσθεν]] εἶναι τῶν πραγμάτων Dem. не следовать за событиями, а быть впереди их (т. е. управлять ими); τοῖς καιροῖς ἀ. Dem. сообразоваться с обстоятельствами; τοῖς εἰρημένοις ἀ. Plat. придерживаться сказанного;<br /><b class="num">3)</b> следить: ἀ. τῷ λόγῳ Plat. следить за ходом рассуждения;<br /><b class="num">4)</b> следовать, подражать (τινι Arst., Luc.);<br /><b class="num">5)</b> следовать, вытекать: [[δυοῖν]] ὄντων, ἀκολουθεῖ τὸ ἓν εἶναι Arst. если существует двойка, то (отсюда) следует, что существует и единица.
}}
}}