Anonymous

αἰχμαλωτίς: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰχμᾰλωτίς:''' -[[ίδος]], ἡ, θηλ. του [[αἰχμάλωτος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''αἰχμᾰλωτίς:''' -[[ίδος]], ἡ, θηλ. του [[αἰχμάλωτος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰχμᾰλωτίς:''' ίδος adj. f пленная: τὰς αἰχμαλωτίδας [[χέρας]] δεσμοῖς ἀπευθύνειν Soph. связывать назад руки пленников.<br />ίδος ἡ пленница Soph., Eur.
}}
}}