Anonymous

ἀξιόω: Difference between revisions

From LSJ
2,325 bytes added ,  31 December 2018
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀξιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, παρακ. <i>ἠξίωκα</i> — Παθ. μέλ. <i>ἀξιωθήσομαι</i> και στον [[μέσο]] τύπο <i>ἀξιώσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἠξιώθην</i>, παρακ. <i>ἠξίωμαι</i>· ([[ἄξιος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκέφτομαι]] ή [[θεωρώ]] άξιο [[είτε]] κάποιου πράγματος [[είτε]] αμοιβής, σε Ευρ., Ξεν.· ή [[ακόμα]] ποινής, σε Ηρόδ., Πλάτ. — Παθ., θεωρούμαι [[άξιος]], <i>τινός</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[εκτιμώ]], [[τιμώ]], σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ. και απαρ.,<br /><b class="num">1.</b> [[θεωρώ]] κάποιον ικανό να πράξει ή να είναι, σε Ευρ. κ.λπ. — Παθ., σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[θεωρώ]] κατάλληλο, [[ελπίζω]], [[απαιτώ]], [[προσδοκώ]] ότι, Λατ. postulare, ἀξ. τινὰ [[ἐλθεῖν]], σε Ηρόδ., κ.λ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με απαρ. μόνο, <i>ἀξ. κομίζεσθαι</i>, <i>τυγχάνειν</i>, [[κομίζω]], [[θεωρώ]] κάποιον άξιο να παραλάβει, [[προσδοκώ]] να παραλάβει, σε Θουκ. — Παθ., αξιώνομαι να πράξω, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[νομίζω]] [[πρέπον]], [[προσδοκώ]], [[αποφασίζω]], [[συναινώ]], ἀξιῶ [[θανεῖν]], σε Σοφ.· εἴ τις ἀξιοῖ [[μαθεῖν]], αν ευαρεστείται στο να μαθαίνει, σε Αισχύλ.· ομοίως στη Μέσ., <i>ἀξιοῦσθαι μέλειν</i>, ευαρεστούμαι να [[φροντίζω]] για, στον ίδ., κ.λ.· επίσης ως γνήσιο Μέσ., <i>οὐκ ἀξιεύμενος</i>, μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[διεκδικώ]], [[ισχυρίζομαι]], [[νικᾶν]] [[ἠξίουν]], διεκδίκησε τη [[νίκη]], σε Θουκ.· απόλ., [[εγείρω]] [[αξίωση]], στον ίδ. <b>V</b>. [[θεωρώ]], έχω τη [[γνώμη]], σε Δημ.· <i>ἐν τῷ τοιῷδε ἀξιοῦντι</i>, σε τέτοια [[κατάσταση]] γνώμης, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀξιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, παρακ. <i>ἠξίωκα</i> — Παθ. μέλ. <i>ἀξιωθήσομαι</i> και στον [[μέσο]] τύπο <i>ἀξιώσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἠξιώθην</i>, παρακ. <i>ἠξίωμαι</i>· ([[ἄξιος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκέφτομαι]] ή [[θεωρώ]] άξιο [[είτε]] κάποιου πράγματος [[είτε]] αμοιβής, σε Ευρ., Ξεν.· ή [[ακόμα]] ποινής, σε Ηρόδ., Πλάτ. — Παθ., θεωρούμαι [[άξιος]], <i>τινός</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[εκτιμώ]], [[τιμώ]], σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ. και απαρ.,<br /><b class="num">1.</b> [[θεωρώ]] κάποιον ικανό να πράξει ή να είναι, σε Ευρ. κ.λπ. — Παθ., σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[θεωρώ]] κατάλληλο, [[ελπίζω]], [[απαιτώ]], [[προσδοκώ]] ότι, Λατ. postulare, ἀξ. τινὰ [[ἐλθεῖν]], σε Ηρόδ., κ.λ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με απαρ. μόνο, <i>ἀξ. κομίζεσθαι</i>, <i>τυγχάνειν</i>, [[κομίζω]], [[θεωρώ]] κάποιον άξιο να παραλάβει, [[προσδοκώ]] να παραλάβει, σε Θουκ. — Παθ., αξιώνομαι να πράξω, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[νομίζω]] [[πρέπον]], [[προσδοκώ]], [[αποφασίζω]], [[συναινώ]], ἀξιῶ [[θανεῖν]], σε Σοφ.· εἴ τις ἀξιοῖ [[μαθεῖν]], αν ευαρεστείται στο να μαθαίνει, σε Αισχύλ.· ομοίως στη Μέσ., <i>ἀξιοῦσθαι μέλειν</i>, ευαρεστούμαι να [[φροντίζω]] για, στον ίδ., κ.λ.· επίσης ως γνήσιο Μέσ., <i>οὐκ ἀξιεύμενος</i>, μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[διεκδικώ]], [[ισχυρίζομαι]], [[νικᾶν]] [[ἠξίουν]], διεκδίκησε τη [[νίκη]], σε Θουκ.· απόλ., [[εγείρω]] [[αξίωση]], στον ίδ. <b>V</b>. [[θεωρώ]], έχω τη [[γνώμη]], σε Δημ.· <i>ἐν τῷ τοιῷδε ἀξιοῦντι</i>, σε τέτοια [[κατάσταση]] γνώμης, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀξιόω:''' <b class="num">1)</b> оценивать (τι [[τιμῆς]] τινος Plat.);<br /><b class="num">2)</b> считать достойным, заслуживающим (τινά τινος Eur., Xen., Plat., Dem.): ἀξιεύμενός (pass.) τινος Her. удостоенный кого(чего)-л.; οὐκ ἀξιεύμενος (med.) Her. считая себя недостойный, но тж. считая ниже своего достоинства; οὐκ ἀ. τι [[μνησθῆναι]] Her. считать что-л. не заслуживающим упоминания; ἀξιωθεὶς [[εἶσι]] Soph. он уйдет удовлетворенным, т. е. получит, что хотел;<br /><b class="num">3)</b> чтить, уважать, прославлять (τινα Trag.; καλοῖς ὑμεναίοις ἀξιοῦσθαι Eur.);<br /><b class="num">4)</b> считать, полагать: ἀξιοῦντες ἄδικέεσθαι Her. считая себя обиженными; [[νικᾶν]] ἀ. Thuc. считать себя победителем; ἐγὼ μὲν οὐκ ἀξιῶ Dem. а я полагаю, что нет; οὐκ ἀξιῶ ὑποπτεύεσθαι Thuc. полагаю, что меня не следует подозревать; ἄλλων [[διδάσκαλος]] ἀξιοῦσθαι Plat. считать себя учителем других;<br /><b class="num">5)</b> желать, тж. требовать, предлагать, настаивать (τι [[παρά]] τινος Plat.): ἀ. τινος συγγνώμης τυγχάνειν Thuc. просить у кого-л. снисхождения; ἔτυχεν ὦν ἠξίου Plut. он добился, чего требовал; ἀ. τινα ἐμμένειν τινί Arst. требовать от кого-л. соблюдения чего-л.;<br /><b class="num">6)</b> считать нужным, решать(ся) (ποιεῖν τι Xen., Soph.; med. Eur.): οὐκ ἀ. [[ταῦτα]] [[παθεῖν]] [[ὑπό]] τινος Thuc. считать невозможным терпеть нечто подобное от кого-л.; πείθεσθαι οὐκ ἀ. Xen. отказывать в повиновении.
}}
}}