Anonymous

ἄνθρωπος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 42: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄνθρωπος:''' ὁ (πιθ. από το [[ἀνήρ]] ὤψ, αυτός που έχει ανθρώπινο [[πρόσωπο]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άνθρωπος]], Λατ. [[homo]] (όχι [[vir]]), αντίθ. προς τους θεούς, ἀθανάτων τε [[θεῶν]], [[χαμαὶ]] ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με ή [[χωρίς]] [[άρθρο]] για να υποδηλώσει τον άνθρωπο εν γένει, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ., [[ανθρωπότητα]], ανθρώπινο [[γένος]], <i>ἀνθρώπων</i>, [[ἀνδρῶν]] ἠδὲ γυναικῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁ [[ἄριστος]] ἐν ἀνθρώποις [[ὄρτυξ]], το καλύτερο [[ορτύκι]] στον κόσμο, σε Πλάτ.· [[μάλιστα]], [[ἥκιστα]] ἀνθρώπων, περισσότερο, λιγότερο απ' όλους, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> μαζί με [[άλλο]] ουσ. για να δώσει περιφρονητική [[σημασία]], ἄνθρ. [[ὑπογραμματεύς]], [[συκοφάντης]], σε Ρήτ.· ομοίως [[homo]] [[histrio]], σε Κικ.· ομοίως, [[ἄνθρωπος]] ή ὁ [[ἄνθρωπος]] μόνο του, ο [[συνάνθρωπος]], το [[άτομο]], σε Πλάτ.· επίσης στην κλητ. απευθυνόταν περιφρονητικά στους δούλους, <i>ἄνθρωπε</i> ή <i>ὦ ἄνθρωπε</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> θηλ. (όπως επίσης θηλ. είναι και το [[homo]]), η [[γυναίκα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με [[σημασία]] ελέους και οίκτου, σε Δημ.
|lsmtext='''ἄνθρωπος:''' ὁ (πιθ. από το [[ἀνήρ]] ὤψ, αυτός που έχει ανθρώπινο [[πρόσωπο]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άνθρωπος]], Λατ. [[homo]] (όχι [[vir]]), αντίθ. προς τους θεούς, ἀθανάτων τε [[θεῶν]], [[χαμαὶ]] ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με ή [[χωρίς]] [[άρθρο]] για να υποδηλώσει τον άνθρωπο εν γένει, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ., [[ανθρωπότητα]], ανθρώπινο [[γένος]], <i>ἀνθρώπων</i>, [[ἀνδρῶν]] ἠδὲ γυναικῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁ [[ἄριστος]] ἐν ἀνθρώποις [[ὄρτυξ]], το καλύτερο [[ορτύκι]] στον κόσμο, σε Πλάτ.· [[μάλιστα]], [[ἥκιστα]] ἀνθρώπων, περισσότερο, λιγότερο απ' όλους, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> μαζί με [[άλλο]] ουσ. για να δώσει περιφρονητική [[σημασία]], ἄνθρ. [[ὑπογραμματεύς]], [[συκοφάντης]], σε Ρήτ.· ομοίως [[homo]] [[histrio]], σε Κικ.· ομοίως, [[ἄνθρωπος]] ή ὁ [[ἄνθρωπος]] μόνο του, ο [[συνάνθρωπος]], το [[άτομο]], σε Πλάτ.· επίσης στην κλητ. απευθυνόταν περιφρονητικά στους δούλους, <i>ἄνθρωπε</i> ή <i>ὦ ἄνθρωπε</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> θηλ. (όπως επίσης θηλ. είναι και το [[homo]]), η [[γυναίκα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με [[σημασία]] ελέους και οίκτου, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνθρωπος:''' ὁ, редко ἡ<br /><b class="num">1)</b> человек (θεοὶ τ᾽ ἄνθρωποι Hom.): κατ᾽ ἄνθρωπον Aesch., Soph., Diod., ἀνθρώπῳ πεφυκότι Xen. и ἀνθρώπους ὄντας Polyb. как свойственно человеку или людям; как приложение обычно не переводится: ἄ. ὀδίτης Hom. путник; иногда с оттенком презрительности: ἄνθρωποι ὑπογραμματεῖς Lys. какие-то там писари; тж. с оттенком пренебрежительной указательности: [[οὕτω]] ἐκέλευσεν ὁ ἄ. Plat. вот так он приказал; преимущ. с superl.: [[ἄριστος]] ἔν ἀνθρώποις Plat. лучший в мире; [[μάλιστα]] ἀνθρώπων Her. больше, чем кто-л. [[ἥκιστα]] ἀνθρώπων Plat. нисколько (не); в выражениях: ἐν ἀνθρώποις и (ἐξ) ἀνθρώπων среди людей, у людей, т. е. на свете, в мире; τὰ ἐξ ἀνθρώπων πράγματα Plat. неслыханное множество хлопот; γραφὰς τὰς ἐξ ἀνθρώπων ἐγράφετο Lys. он писал всевозможные жалобы;<br /><b class="num">2)</b> мужчина: πρεσβῦται ἄνθρωποι, πρεσβύτιδες γυναῖκες Aeschin. старики, старухи, но [[πρεσβῦτις]] ἄ. Lys. старуха;<br /><b class="num">3)</b> раб, слуга Her., Plat., Dem.: ἡ ἄ. Isae., Dem. рабыня.
}}
}}