3,277,211
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρεινόμος:''' -ον ([[νέμω]] Β), αυτός που περιφέρεται στα βουνά για να βοσκήσει, σε Ευρ. | |lsmtext='''ὀρεινόμος:''' -ον ([[νέμω]] Β), αυτός που περιφέρεται στα βουνά για να βοσκήσει, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρεινόμος:''' бродящий по горам (Κενταύρων [[γέννα]] Eur.): ἡ [[πλάνη]] ὀ. Anth. скитание по горам. | |||
}} | }} |