3,277,206
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίφθονος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> υποκείμενος σε φθόνο ή ζήλια, [[σχετικός]] με τη ζήλια, [[απεχθής]], [[αηδιαστικός]], [[μισητός]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐπίφθονόν ἐστι</i>, με απαρ., είναι απεχθές, είναι αξιομίσητο, σε Ηρόδ., σε Αριστοφ.· <i>τὸ ἐπίφθονον</i>, [[ζηλοφθονία]], [[μίσος]], [[φθόνος]], [[αντιπάθεια]], [[απέχθεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που κρατά [[κακία]] [[έναντι]], <i>τινι</i>, σε Αισχύλ.· απόλ., [[επιζήμιος]], [[επιβλαβής]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., [[ἐπιφθόνως]] διακεῖσθαί τινι, υποκείμενος στην [[έχθρα]] κάποιου, σε Θουκ.· [[ἐπιφθόνως]] ἔχεινπρός τινα, σε Ξεν.· <i>ἐπ. διαπράξασθαί τι</i>, με απεχθή τρόπο, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐπίφθονος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> υποκείμενος σε φθόνο ή ζήλια, [[σχετικός]] με τη ζήλια, [[απεχθής]], [[αηδιαστικός]], [[μισητός]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐπίφθονόν ἐστι</i>, με απαρ., είναι απεχθές, είναι αξιομίσητο, σε Ηρόδ., σε Αριστοφ.· <i>τὸ ἐπίφθονον</i>, [[ζηλοφθονία]], [[μίσος]], [[φθόνος]], [[αντιπάθεια]], [[απέχθεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που κρατά [[κακία]] [[έναντι]], <i>τινι</i>, σε Αισχύλ.· απόλ., [[επιζήμιος]], [[επιβλαβής]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., [[ἐπιφθόνως]] διακεῖσθαί τινι, υποκείμενος στην [[έχθρα]] κάποιου, σε Θουκ.· [[ἐπιφθόνως]] ἔχεινπρός τινα, σε Ξεν.· <i>ἐπ. διαπράξασθαί τι</i>, με απεχθή τρόπο, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίφθονος:''' <b class="num">1)</b> возбуждающий ненависть, ненавистный: ἐ. πρός τινος Her. и ἐ. τινι Plat. ненавистный кому-л.; εἴ τῳ [[θεῶν]] ἐπίφθονοι ἐστρατεύσαμεν Thuc. если мы повели (эту) войну вопреки воле кого-л. из богов;<br /><b class="num">2)</b> невыносимый, неприятный (λόγοι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> достойный порицания, плохой ([[αἰτία]] Plut.): [[οὐδέν]] ἐστ᾽ [[ἐπίφθονον]] Arph. (в этом) нет ничего дурного;<br /><b class="num">4)</b> питающий ненависть, ненавидящий, враждебный (τινι Aesch.). | |||
}} | }} |