Anonymous

καπυρός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰπῠρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αποξηραμένος από τον αέρα, [[ξηρός]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που αποξηραίνει, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. λέγεται για ήχο, <i>καπυρὸν γελᾶν</i>, [[γελώ]] [[δυνατά]], μεγαλοφώνως, σε Ανθ.· κ. [[στόμα]], δυνατή, ξεκάθαρη [[φωνή]] (δηλ. καλλίφωνη), σε Θεόκρ., Μόσχ.· <i>κ. συρίζειν</i>, [[παίζω]] τον αυλό ώστε να βγάζει δυνατούς ήχους, σε Λουκ.
|lsmtext='''κᾰπῠρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αποξηραμένος από τον αέρα, [[ξηρός]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που αποξηραίνει, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. λέγεται για ήχο, <i>καπυρὸν γελᾶν</i>, [[γελώ]] [[δυνατά]], μεγαλοφώνως, σε Ανθ.· κ. [[στόμα]], δυνατή, ξεκάθαρη [[φωνή]] (δηλ. καλλίφωνη), σε Θεόκρ., Μόσχ.· <i>κ. συρίζειν</i>, [[παίζω]] τον αυλό ώστε να βγάζει δυνατούς ήχους, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰπῠρός:''' <b class="num">1)</b> высушенный, сухой (χαῖται Theocr.; [[ἄλφιτον]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> иссушающий, снедающий ([[νόσος]] Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> звонкий: καπυρὸν γελᾶν Anth. звонко смеяться;<br /><b class="num">4)</b> сладкозвучный, певучий ([[στόμα]] Μοισᾶν Theocr.): συρίζειν καπυρόν Luc. хорошо играть на сиринге.
}}
}}