Anonymous

αἰγίλιψ: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰγίλιψ:''' [γῐ], -ῐπος, ὁ, ἡ ([[αἴξ]], [[λείπω]]), εγκαταλελειμμένος [[ακόμη]] κι απ' τα κατσίκια, απ' όπου· [[απότομος]], [[κρημνώδης]]· [[πέτρη]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''αἰγίλιψ:''' [γῐ], -ῐπος, ὁ, ἡ ([[αἴξ]], [[λείπω]]), εγκαταλελειμμένος [[ακόμη]] κι απ' τα κατσίκια, απ' όπου· [[απότομος]], [[κρημνώδης]]· [[πέτρη]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰγίλιψ:''' ῐπος adj. «оставляемый (в покое даже) козами», т. е. необыкновенно крутой ([[πέτρα]] Hom., Aesch., Anth.).
}}
}}