3,270,389
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κερουλκός:''' -ή, -όν ([[ἕλκω]]), αυτός που σύρεται από τα κέρατα· Παθ., λέγεται για το [[τόξο]] που ήταν από διακοσμημένο [[κέρατο]], σε Ευρ. | |lsmtext='''κερουλκός:''' -ή, -όν ([[ἕλκω]]), αυτός που σύρεται από τα κέρατα· Παθ., λέγεται για το [[τόξο]] που ήταν από διακοσμημένο [[κέρατο]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κερουλκός:''' <b class="num">1)</b> натягивающий (роговой) лук ([[Τρῶες]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> (о роговом луке) натягиваемый (τόξα Eur.). | |||
}} | }} |