Anonymous

κερουλκός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κερουλκός:''' -ή, -όν ([[ἕλκω]]), αυτός που σύρεται από τα κέρατα· Παθ., λέγεται για το [[τόξο]] που ήταν από διακοσμημένο [[κέρατο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κερουλκός:''' -ή, -όν ([[ἕλκω]]), αυτός που σύρεται από τα κέρατα· Παθ., λέγεται για το [[τόξο]] που ήταν από διακοσμημένο [[κέρατο]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κερουλκός:''' <b class="num">1)</b> натягивающий (роговой) лук ([[Τρῶες]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> (о роговом луке) натягиваемый (τόξα Eur.).
}}
}}