Anonymous

νομευτικός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(27)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νομευτικός]], -ή, -όν) [[νομεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομέα, στον ποιμένα, [[ποιμενικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[βοσκή]] («νομευτικά φυτά»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έμπειρος]] στη [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ νομευτική</i><br />η [[τέχνη]] να βόσκει [[κάποιος]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νομευτικός]], -ή, -όν) [[νομεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομέα, στον ποιμένα, [[ποιμενικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[βοσκή]] («νομευτικά φυτά»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έμπειρος]] στη [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ νομευτική</i><br />η [[τέχνη]] να βόσκει [[κάποιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''νομευτικός:''' пастушеский ([[τέχνη]] Plat.): ὁ ν. [[νεανίσκος]] Plut. пастушок.
}}
}}