Anonymous

στρῶμα: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρῶμα:''' -ατος, τό ([[στρώννυμι]]),<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε εκτείνεται, απλώνεται, στρώνεται προκειμένου [[κάποιος]] να ξαπλώσει ή να καθήσει πάνω του, [[στρωσίδι]], [[στρώμα]], [[κρεβάτι]], Λατ. [[stragulum]], [[vestis]] [[stragula]], σε Θέογν.· στον πληθ., σκεπάσματα κρεβατιού, υφάσματα που έστρωναν στα ανάκλιντρα όπου έπρεπε να δειπνήσουν, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σαμάρι]] αλόγου, [[επίσαγμα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''στρῶμα:''' -ατος, τό ([[στρώννυμι]]),<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε εκτείνεται, απλώνεται, στρώνεται προκειμένου [[κάποιος]] να ξαπλώσει ή να καθήσει πάνω του, [[στρωσίδι]], [[στρώμα]], [[κρεβάτι]], Λατ. [[stragulum]], [[vestis]] [[stragula]], σε Θέογν.· στον πληθ., σκεπάσματα κρεβατιού, υφάσματα που έστρωναν στα ανάκλιντρα όπου έπρεπε να δειπνήσουν, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σαμάρι]] αλόγου, [[επίσαγμα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''στρῶμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> подстилка, постель Arph., Arst., Dem., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> покрывало, ковер Arph., Arst., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> попона, чапрак Xen.;<br /><b class="num">4)</b> скатерть Arph.
}}
}}