Anonymous

προσκατηγορέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσκατηγορέω:''' [[κατηγορώ]] [[επιπλέον]], ἐπίδειξιν [[προσκατηγορέω]], [[κατηγορώ]] κάποιον [[επιπλέον]] για [[επίδειξη]], σε Θουκ.· [[προσκατηγορέω]] τινὸς [[ὅτι]]..., σε Ξεν.
|lsmtext='''προσκατηγορέω:''' [[κατηγορώ]] [[επιπλέον]], ἐπίδειξιν [[προσκατηγορέω]], [[κατηγορώ]] κάποιον [[επιπλέον]] για [[επίδειξη]], σε Θουκ.· [[προσκατηγορέω]] τινὸς [[ὅτι]]..., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προσκατηγορέω:''' <b class="num">1)</b> сверх того обвинять, изобличать (τινά τι Thuc.): π. τινος (ὅτι) Xen. изобличать кого-л. (в том, что);<br /><b class="num">2)</b> лог. дополнительно высказывать, предицировать: προσκατηγορεῖσθαι ἕτερόν τι Arst. быть снабженным каким-л. другим еще предикатом.
}}
}}