Anonymous

πολυκύμων: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠκύμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[κῦμα]]), αυτός που παράγει [[πολλά]] κύματα, σε Σόλωνα.
|lsmtext='''πολῠκύμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[κῦμα]]), αυτός που παράγει [[πολλά]] κύματα, σε Σόλωνα.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυκύμων:''' 2, gen. ονος (ῡ) волнующийся, взволнованный, бушующий ([[πόντος]] Emped.).
}}
}}