Anonymous

ἀνενέργητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνενέργητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν έγινε η πρέπουσα [[ενέργεια]], [[εκείνος]] που δεν έχει διεκπεραιωθεί (ανενέργητο [[ένταλμα]] συλλήψεως»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ενεργηθεί, δεν έχει κανονική [[κένωση]] των εντέρων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[ανενεργής]], ο [[αδρανής]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[ανίκανος]] [[πλέον]] να δράσει<br />(«τῷ Σταυρῶ βέβλησαι... [[ἀκίνητος]], [[ἀνενέργητος]]» —για τον διάβολο)<br /><b>3.</b> ο μη [[αποτελεσματικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αχρησιμοποίητος]]<br /><b>2.</b> (για κληρικούς) [[εκείνος]] στον οποίο έχει επιβληθεί [[αργία]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνενέργητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν έγινε η πρέπουσα [[ενέργεια]], [[εκείνος]] που δεν έχει διεκπεραιωθεί (ανενέργητο [[ένταλμα]] συλλήψεως»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ενεργηθεί, δεν έχει κανονική [[κένωση]] των εντέρων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[ανενεργής]], ο [[αδρανής]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[ανίκανος]] [[πλέον]] να δράσει<br />(«τῷ Σταυρῶ βέβλησαι... [[ἀκίνητος]], [[ἀνενέργητος]]» —για τον διάβολο)<br /><b>3.</b> ο μη [[αποτελεσματικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αχρησιμοποίητος]]<br /><b>2.</b> (για κληρικούς) [[εκείνος]] στον οποίο έχει επιβληθεί [[αργία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνενέργητος:''' бездеятельный Sext.
}}
}}