Anonymous

καχήμερος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰχήμερος:''' -ον ([[ἡμέρα]]), αυτός που διέρχεται άσχημες μέρες, [[άθλιος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κᾰχήμερος:''' -ον ([[ἡμέρα]]), αυτός που διέρχεται άσχημες μέρες, [[άθλιος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰχήμερος:''' влачащий жалкое существование Anth.
}}
}}