Anonymous

ἀτιμάω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτῑμάω:''' Επικ. παρατ. <i>ἀτίμων</i>, μέλ. <i>ἀτιμήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἠτίμησα</i>· ([[ἄτιμος]])· [[ατιμάζω]], [[διαφθείρω]], [[μεταχειρίζομαι]] άσχημα, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀτῑμάω:''' Επικ. παρατ. <i>ἀτίμων</i>, μέλ. <i>ἀτιμήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἠτίμησα</i>· ([[ἄτιμος]])· [[ατιμάζω]], [[διαφθείρω]], [[μεταχειρίζομαι]] άσχημα, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτῑμάω:''' Hom., Hes., Pind., Soph., Isocr., Plut. = [[ἀτιμάζω]] 1.
}}
}}