Anonymous

κικλήσκω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κικλήσκω:''' ποιητ. αναδιπλ. [[τύπος]] του [[καλέω]], μόνο στον ενεστ. και παρατ.· Επικ. απαρ. <i>κικλησκέμεν</i>· Επικ. παρατ. <i>κίκλησκον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καλώ]], επικαλούμαι, [[προστάζω]], [[διατάζω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> επικαλούμαι, [[προσφεύγω]], [[ικετεύω]], [[δέομαι]], [[εκλιπαρώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[πλησιάζω]], [[διπλαρώνω]], [[πλευρίζω]], [[απευθύνω]], [[προσφωνώ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> [[ονομάζω]], [[αποκαλώ]] με το όνομά του, στο ίδ., σε Αισχύλ., Ευρ. — Παθ., νῆσόςτις [[Συρίη]] κικλήσκεται, υπάρχει [[νησί]] που ονομάζεται [[Σύρος]], σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. [[κλῄζω]] II.
|lsmtext='''κικλήσκω:''' ποιητ. αναδιπλ. [[τύπος]] του [[καλέω]], μόνο στον ενεστ. και παρατ.· Επικ. απαρ. <i>κικλησκέμεν</i>· Επικ. παρατ. <i>κίκλησκον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καλώ]], επικαλούμαι, [[προστάζω]], [[διατάζω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> επικαλούμαι, [[προσφεύγω]], [[ικετεύω]], [[δέομαι]], [[εκλιπαρώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[πλησιάζω]], [[διπλαρώνω]], [[πλευρίζω]], [[απευθύνω]], [[προσφωνώ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> [[ονομάζω]], [[αποκαλώ]] με το όνομά του, στο ίδ., σε Αισχύλ., Ευρ. — Παθ., νῆσόςτις [[Συρίη]] κικλήσκεται, υπάρχει [[νησί]] που ονομάζεται [[Σύρος]], σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. [[κλῄζω]] II.
}}
{{elru
|elrutext='''κικλήσκω:''' [frequ. к [[καλέω]] (только praes. и impf. ἐκίκλησκον - эп. κίκλησκον)<br /><b class="num">1)</b> тж. med. звать, созывать (ὄνδρα ἕκαστον εἰς ἀγορήν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> звать (на пир), приглашать (γέροντας ἀριστῆας Hom.);<br /><b class="num">3)</b> призывать (с мольбой), молить (Ἀΐδην Hom.; τὸν χρυσομίτραν Soph.; θεούς Eur.): ἑταίρου κικλήσκοντος Hom. по зову друга;<br /><b class="num">4)</b> обращаться с речью (ψυχὴν Πατροκλῆος Hom.);<br /><b class="num">5)</b> называть, именовать: [[θεομήστωρ]] ἐκικλήσκετο Πέρσαις Aesch. у персов (Дарий) именовался божественно-мудрым.
}}
}}