Anonymous

μετανίστημι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετανίστημι:''' μέλ. <i>-αναστήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μετακινώ]], [[απομακρύνω]] κάποιον από τη [[χώρα]] του, σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[μετακομίζω]] και [[πηγαίνω]] [[κάπου]] [[αλλού]], [[μεταναστεύω]], σε Ηρόδ., Σοφ.
|lsmtext='''μετανίστημι:''' μέλ. <i>-αναστήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μετακινώ]], [[απομακρύνω]] κάποιον από τη [[χώρα]] του, σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[μετακομίζω]] και [[πηγαίνω]] [[κάπου]] [[αλλού]], [[μεταναστεύω]], σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετανίστημι:''' <b class="num">1)</b> переводить, переселять, перемещать (εἰς ἄλλας πόλεις Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> переходить (ἐς χῶρόν τινα μεταναστῆναι Her.; [[παρά]] τινα Thuc.).
}}
}}