Anonymous

συναποσβέννυμι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναποσβέννῡμι:''' μέλ. -[[σβέσω]], [[σβήνω]] μαζί ή από κοινού με, <i>τί τινι</i>, σε Ανθ. — Παθ., με Ενεργ. αόρ. <i>-έσβην</i>, παρακ. <i>-έσβηκα</i>, σβήνομαι μαζί με, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συναποσβέννῡμι:''' μέλ. -[[σβέσω]], [[σβήνω]] μαζί ή από κοινού με, <i>τί τινι</i>, σε Ανθ. — Παθ., με Ενεργ. αόρ. <i>-έσβην</i>, παρακ. <i>-έσβηκα</i>, σβήνομαι μαζί με, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συναποσβέννῡμι:''' <b class="num">1)</b> (aor. συναπέσβεσα) досл. гасить вместе, перен. прекращать, приостанавливать (πνοιὴν ὄμμασι Anth.);<br /><b class="num">2)</b> (aor. 2 συναπέσβην, pf. συναπέσβηκα) вместе угасать, перен. прекращаться: τῇ ῥώμῃ μαραινομένῃ συναποσβῆναι τὸν πόλεμον Plut. (по мнению Марцелла) Фабий вел дело к тому, чтобы война прекратилась вместе с истощением (римских) сил.
}}
}}