3,274,216
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πυρρίχη:''' [ῐ] (ενν. [[ὄρχησις]]), ἡ,<br /><b class="num">1.</b> είδος πολεμικής ορχήσεως, σε Αριστοφ., Ξεν.· το όνομα έχει αποδοθεί στον Πύρριχο (<i>Πύρριχος</i>) που την επινόησε·<br /><b class="num">2.</b> γενικά, <i>δειναὶ π</i>., οι παράδοξες συστροφές του σώματος, σε Ευρ.· — παροιμ., <i>πυρρίχην βλέπειν</i>, «[[βλέπω]] [[κάτι]] πολεμικό ή ένοπλο», σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πυρρίχη:''' [ῐ] (ενν. [[ὄρχησις]]), ἡ,<br /><b class="num">1.</b> είδος πολεμικής ορχήσεως, σε Αριστοφ., Ξεν.· το όνομα έχει αποδοθεί στον Πύρριχο (<i>Πύρριχος</i>) που την επινόησε·<br /><b class="num">2.</b> γενικά, <i>δειναὶ π</i>., οι παράδοξες συστροφές του σώματος, σε Ευρ.· — παροιμ., <i>πυρρίχην βλέπειν</i>, «[[βλέπω]] [[κάτι]] πολεμικό ή ένοπλο», σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πυρρίχη:''' редко Anth. [[πυρίχη]] (ῐ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> (sc. [[ὄρχησις]]) пирриха (военная пляска дорического происхождения) Eur., Xen., Plat., Arst.: πυρρίχην βλέπειν Arph. воинственно смотреть;<br /><b class="num">2)</b> pl. прыжки или извороты (δειναὶ πυρρίχαι Arph.). | |||
}} | }} |