Anonymous

πυρρίχη: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πυρρίχη:''' [ῐ] (ενν. [[ὄρχησις]]), ἡ,<br /><b class="num">1.</b> είδος πολεμικής ορχήσεως, σε Αριστοφ., Ξεν.· το όνομα έχει αποδοθεί στον Πύρριχο (<i>Πύρριχος</i>) που την επινόησε·<br /><b class="num">2.</b> γενικά, <i>δειναὶ π</i>., οι παράδοξες συστροφές του σώματος, σε Ευρ.· — παροιμ., <i>πυρρίχην βλέπειν</i>, «[[βλέπω]] [[κάτι]] πολεμικό ή ένοπλο», σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πυρρίχη:''' [ῐ] (ενν. [[ὄρχησις]]), ἡ,<br /><b class="num">1.</b> είδος πολεμικής ορχήσεως, σε Αριστοφ., Ξεν.· το όνομα έχει αποδοθεί στον Πύρριχο (<i>Πύρριχος</i>) που την επινόησε·<br /><b class="num">2.</b> γενικά, <i>δειναὶ π</i>., οι παράδοξες συστροφές του σώματος, σε Ευρ.· — παροιμ., <i>πυρρίχην βλέπειν</i>, «[[βλέπω]] [[κάτι]] πολεμικό ή ένοπλο», σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πυρρίχη:''' редко Anth. [[πυρίχη]] (ῐ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> (sc. [[ὄρχησις]]) пирриха (военная пляска дорического происхождения) Eur., Xen., Plat., Arst.: πυρρίχην βλέπειν Arph. воинственно смотреть;<br /><b class="num">2)</b> pl. прыжки или извороты (δειναὶ πυρρίχαι Arph.).
}}
}}