Anonymous

περισχίζω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περισχίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σχίζω]] [[ολόγυρα]], [[διασχίζω]], σε Πλούτ., Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για ποταμό, <i>περισχίζεσθαι τὸν χῶρον</i>, διαβρώνω [[ολόγυρα]] ένα [[κομμάτι]] γης, δηλ. το [[χωρίζω]] σε [[δύο]] κομμάτια, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για [[πλήθος]] ανθρώπων, [[διαιρώ]], [[διαχωρίζω]] και [[ακολουθώ]] διαφορετική [[πορεία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''περισχίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σχίζω]] [[ολόγυρα]], [[διασχίζω]], σε Πλούτ., Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για ποταμό, <i>περισχίζεσθαι τὸν χῶρον</i>, διαβρώνω [[ολόγυρα]] ένα [[κομμάτι]] γης, δηλ. το [[χωρίζω]] σε [[δύο]] κομμάτια, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για [[πλήθος]] ανθρώπων, [[διαιρώ]], [[διαχωρίζω]] και [[ακολουθώ]] διαφορετική [[πορεία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''περισχίζω:''' <b class="num">1)</b> разрывать, раздирать (ἐσθῆτα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> раскалывать (τὰ ᾠά Arst.);<br /><b class="num">3)</b> раздваивать, разделять: περισχίζεσθαι [[ἔνθεν]] καὶ [[ἔνθεν]] Plat. (о толпе) расступившись в стороны, сомкнуться вновь; (ὁ [[χῶρος]]), τὸν ἡ [[Ὠερόη]] περισχίζεται Her. местность, которую обтекает своими рукавами (река) Оероя; περισχισθεὶς περὶ τὴν πόλιν Polyb. обтекающая город своими обоими рукавами (река).
}}
}}