Anonymous

κερασφόρος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κερασφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει κέρατα, αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.
|lsmtext='''κερασφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει κέρατα, αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κερασφόρος:''' рогоносный, украшенный рогами (Ἰώ, [[Διόνυσος]] Eur.; τὸ [[μέρος]] τῆς ἀγέλης Plat.; [[Πάν]] Luc.).
}}
}}