3,277,121
edits
(5) |
(3) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κερασφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει κέρατα, αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ. | |lsmtext='''κερασφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει κέρατα, αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κερασφόρος:''' рогоносный, украшенный рогами (Ἰώ, [[Διόνυσος]] Eur.; τὸ [[μέρος]] τῆς ἀγέλης Plat.; [[Πάν]] Luc.). | |||
}} | }} |