Anonymous

ἀπόζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόζω:''' μέλ. <i>-οζήσω</i>, [[αναδίδω]] κάποια [[οσμή]], <i>τινος</i>, απρόσ., <i>ἀπόζει τῆς Ἀραβίας</i>, μια [[οσμή]] έρχεται από τη [[χώρα]] της Αραβίας, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀπόζω:''' μέλ. <i>-οζήσω</i>, [[αναδίδω]] κάποια [[οσμή]], <i>τινος</i>, απρόσ., <i>ἀπόζει τῆς Ἀραβίας</i>, μια [[οσμή]] έρχεται από τη [[χώρα]] της Αραβίας, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόζω:''' пахнуть, благоухать (τινός Her., Plut.).
}}
}}