Anonymous

κτητικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κτητικός:''' -ή, -ὸν ([[κτάομαι]]), [[άπληστος]], [[πλεονέκτης]], [[αρπακτικός]]· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[ικανότητα]] απόκτησης ιδιοκτησίας, σε Πλάτ.
|lsmtext='''κτητικός:''' -ή, -ὸν ([[κτάομαι]]), [[άπληστος]], [[πλεονέκτης]], [[αρπακτικός]]· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[ικανότητα]] απόκτησης ιδιοκτησίας, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κτητικός:''' <b class="num">1)</b> умеющий приобретать, способный наживать (τινος Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> грам. обозначающий принадлежность, притяжательный (ἀντωνυμίαι).
}}
}}