3,277,636
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[λογαριάζω]] ένα προς ένα, [[απαριθμώ]], [[καταμετρώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[διακρίνω]], [[διαφοροποιώ]], [[θέτω]] διακριτικά γνωρίσματα, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι [[χαρακτηριστικός]], [[διαφορετικός]], προεξέχων, [[διαπρεπής]], διακρίνομαι, [[εξέχω]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''διᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[λογαριάζω]] ένα προς ένα, [[απαριθμώ]], [[καταμετρώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[διακρίνω]], [[διαφοροποιώ]], [[θέτω]] διακριτικά γνωρίσματα, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι [[χαρακτηριστικός]], [[διαφορετικός]], προεξέχων, [[διαπρεπής]], διακρίνομαι, [[εξέχω]], σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διᾰριθμέω:''' преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> подсчитывать, считать (ψήφους Eur.; [[ἀργυρίδιον]] Arph.; med. τὰ ὀνόματα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> перен. рассматривать, исследовать ([[ἄλογος]] καὶ οὐδὲν διαριθμησάμενος Plat.): τούτων διηριθμημένων Arst. по рассмотрении этого. | |||
}} | }} |