Anonymous

διαριθμέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[λογαριάζω]] ένα προς ένα, [[απαριθμώ]], [[καταμετρώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[διακρίνω]], [[διαφοροποιώ]], [[θέτω]] διακριτικά γνωρίσματα, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι [[χαρακτηριστικός]], [[διαφορετικός]], προεξέχων, [[διαπρεπής]], διακρίνομαι, [[εξέχω]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''διᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[λογαριάζω]] ένα προς ένα, [[απαριθμώ]], [[καταμετρώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[διακρίνω]], [[διαφοροποιώ]], [[θέτω]] διακριτικά γνωρίσματα, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι [[χαρακτηριστικός]], [[διαφορετικός]], προεξέχων, [[διαπρεπής]], διακρίνομαι, [[εξέχω]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''διᾰριθμέω:''' преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> подсчитывать, считать (ψήφους Eur.; [[ἀργυρίδιον]] Arph.; med. τὰ ὀνόματα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> перен. рассматривать, исследовать ([[ἄλογος]] καὶ οὐδὲν διαριθμησάμενος Plat.): τούτων διηριθμημένων Arst. по рассмотрении этого.
}}
}}