Anonymous

δειματόω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δειμᾰτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[δεῖμα]]), [[φοβίζω]], [[τρομάζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., είμαι φοβισμένος, [[φοβούμαι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''δειμᾰτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[δεῖμα]]), [[φοβίζω]], [[τρομάζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., είμαι φοβισμένος, [[φοβούμαι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δειμᾰτόω:''' <b class="num">1)</b> наводить страх, приводить в ужас, пугать (τινα Her., Arph.);<br /><b class="num">2)</b> pass. бояться, страшиться Trag.: δειματούμενος στερήσεσθαι τῆς ψυχῆς Plat. боясь расстаться с жизнью.
}}
}}