Anonymous

λάτρον: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λάτρον:''' τό, [[πληρωμή]], [[μισθός]], σε Αισχύλ., στον πληθ.
|lsmtext='''λάτρον:''' τό, [[πληρωμή]], [[μισθός]], σε Αισχύλ., στον πληθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λάτρον:''' τό плата за службу, (вообще) вознаграждение, плата: λάτρων [[ἄτερθεν]] Aesch. безвозмездно.
}}
}}