3,251,689
edits
(32) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[περιληπτικός]], -ή, -ον, ΝΑ [[περιλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που περιλαμβάνει ή που μπορεί να περιλάβει [[μέσα]] του [[πολλά]] σε [[σχέση]] με την [[μορφή]] του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περιληπτικό όνομα»<br /><b>γραμμ.</b> το κοινό όνομα που, ενώ εκφέρεται με ενικό αριθμό, δηλώνει [[πλήθος]] τών όμοιων σε συγκροτημένη [[ενότητα]] και ως ενιαίο [[σύνολο]] προσώπων ή πραγμάτων, όπως λ.χ. οι λέξεις [[κόσμος]], [[λαός]], [[στρατός]], [[οικογένεια]] κ.ά., και για τον λόγο αυτό συντάσσεται ορισμένες φορές με πληθυντικό αριθμό, [[κατά]] [[παράβαση]] τών σχετικών συντακτικών κανόνων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για γραπτό ή προφορικό λόγο) αυτός που σε λίγες λέξεις περιέχει [[πολλά]] νοήματα<br /><b>2.</b> αυτός που γράφεται ή εκφέρεται σε [[περίληψη]], [[βραχυλογικός]] («περιληπτική εξιστόρηση τών γεγονότων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευνόητος]], [[καταληπτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιλαμβάνει, που περιέχει [[κάτι]], [[περιεκτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιληπτικώς</i> / <i>περιληπτικῶς</i>, ΝΑ, και <i>περιληπτικά</i> Ν<br />με [[λίγα]] [[λόγια]], [[κατά]] [[περίληψη]], σε [[περίληψη]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[περιληπτικός]], -ή, -ον, ΝΑ [[περιλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που περιλαμβάνει ή που μπορεί να περιλάβει [[μέσα]] του [[πολλά]] σε [[σχέση]] με την [[μορφή]] του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περιληπτικό όνομα»<br /><b>γραμμ.</b> το κοινό όνομα που, ενώ εκφέρεται με ενικό αριθμό, δηλώνει [[πλήθος]] τών όμοιων σε συγκροτημένη [[ενότητα]] και ως ενιαίο [[σύνολο]] προσώπων ή πραγμάτων, όπως λ.χ. οι λέξεις [[κόσμος]], [[λαός]], [[στρατός]], [[οικογένεια]] κ.ά., και για τον λόγο αυτό συντάσσεται ορισμένες φορές με πληθυντικό αριθμό, [[κατά]] [[παράβαση]] τών σχετικών συντακτικών κανόνων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για γραπτό ή προφορικό λόγο) αυτός που σε λίγες λέξεις περιέχει [[πολλά]] νοήματα<br /><b>2.</b> αυτός που γράφεται ή εκφέρεται σε [[περίληψη]], [[βραχυλογικός]] («περιληπτική εξιστόρηση τών γεγονότων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευνόητος]], [[καταληπτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιλαμβάνει, που περιέχει [[κάτι]], [[περιεκτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιληπτικώς</i> / <i>περιληπτικῶς</i>, ΝΑ, και <i>περιληπτικά</i> Ν<br />με [[λίγα]] [[λόγια]], [[κατά]] [[περίληψη]], σε [[περίληψη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιληπτικός:''' <b class="num">1)</b> могущий быть обхваченным или за который можно ухватиться ([[δέρμα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> содержащий в себе, объемлющий (ἡ τοῦ δωδεκαέδρου [[φύσις]] περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων Plut.);<br /><b class="num">3)</b> грам. собирательный ([[ὄνομα]]). | |||
}} | }} |