Anonymous

ἐπίστασις: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίστᾰσις:''' -εως, ἡ (ἐπιστῆναι),<br /><b class="num">1.</b> [[σταμάτημα]], [[δισταγμός]], [[κόμπιασμα]], [[επίσχεση]], σε Ξεν.· <i>φροντίδων ἐπιστάσεις</i>, [[στασιμότητα]] συλλογισμών, ανήσυχοι συλλογισμοί, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσοχή]], [[παρατήρηση]], [[επίβλεψη]], [[φροντίδα]], [[επιμέλεια]], [[μέριμνα]], [[ανησυχία]], [[φόβος]], [[αγωνία]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> [[εποπτεία]], [[επιστασία]], [[επιτήρηση]], [[επίβλεψη]], [[έλεγχος]] [[εργασιών]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπίστᾰσις:''' -εως, ἡ (ἐπιστῆναι),<br /><b class="num">1.</b> [[σταμάτημα]], [[δισταγμός]], [[κόμπιασμα]], [[επίσχεση]], σε Ξεν.· <i>φροντίδων ἐπιστάσεις</i>, [[στασιμότητα]] συλλογισμών, ανήσυχοι συλλογισμοί, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσοχή]], [[παρατήρηση]], [[επίβλεψη]], [[φροντίδα]], [[επιμέλεια]], [[μέριμνα]], [[ανησυχία]], [[φόβος]], [[αγωνία]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> [[εποπτεία]], [[επιστασία]], [[επιτήρηση]], [[επίβλεψη]], [[έλεγχος]] [[εργασιών]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίστᾰσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> остановка (τοῦ στρατεύματος Xen.);<br /><b class="num">2)</b> задержка, препятствие (ἐπιστάσεις καὶ διατριβαι Plut.): πολλὰς [[ἔσχον]] φροντίδων ἐπιστάσεις Soph. у меня было много колебаний;<br /><b class="num">3)</b> остановка внимания, внимание ([[ἄξιος]] ἐπιστάσεως Arst.): [[μετὰ]] и ἐξ ἐπιστάσεως Arst., Polyb. со вниманием, внимательно;<br /><b class="num">4)</b> наблюдение, надзор (ἔργων Xen.);<br /><b class="num">5)</b> почин, начало (τῆς ἱστορίας Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> расстановка, положение: τὰ [[σκάφη]] τὴν ἐπίστασιν ἐπ᾽ ἀλλήλοις εἶχεν Polyb. суда были расположены друг за другом.
}}
}}