Anonymous

πεδότριψ: Difference between revisions

From LSJ
3b
(31)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιβος, ὁ, ἡ, Α<br />(με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή [[χρήση]] έχει φθείρει τα [[δεσμά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τριψ</i>, -<i>βος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), <b>πρβλ.</b> <i>σκευό</i>-<i>τριψ</i>].
|mltxt=-ιβος, ὁ, ἡ, Α<br />(με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή [[χρήση]] έχει φθείρει τα [[δεσμά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τριψ</i>, -<i>βος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), <b>πρβλ.</b> <i>σκευό</i>-<i>τριψ</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πεδότριψ:''' τρῐβος ὁ и ἡ бран. (о рабах) трущий оковы, колодник Luc.
}}
}}