Anonymous

κατασκιάω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατασκιάω:''' ποιητ. αντί [[κατασκιάζω]], παρατ. <i>κατ-εσκίαον</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κατασκιάω:''' ποιητ. αντί [[κατασκιάζω]], παρατ. <i>κατ-εσκίαον</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκιάω:''' осенять, закрывать (ὄζοι μακροί τε μεγάλοι τε κατεσκίαον Χάρυβδιν Hom.).
}}
}}