3,253,652
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔγκτησις:''' Δωρ. ἔγκτᾱσις, -εως, ἡ, [[κατοχή]], [[ιδιοκτησία]] γης σε [[μία]] [[περιοχή]] από ένα [[ξένο]], σε Ξεν.· το [[δικαίωμα]] του να κατέχεις τέτοια γη που έχει παραχωρηθεί ως [[δωρεά]] σε ξένους, σε Ψήφ. Βυζ. [[παρά]] Δημ. | |lsmtext='''ἔγκτησις:''' Δωρ. ἔγκτᾱσις, -εως, ἡ, [[κατοχή]], [[ιδιοκτησία]] γης σε [[μία]] [[περιοχή]] από ένα [[ξένο]], σε Ξεν.· το [[δικαίωμα]] του να κατέχεις τέτοια γη που έχει παραχωρηθεί ως [[δωρεά]] σε ξένους, σε Ψήφ. Βυζ. [[παρά]] Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔγκτησις:''' дор. ap. Dem. [[ἔγκτασις|ἔγκτᾱσις]], εως ἡ право владения недвижимостью вне своей страны (συγκλεισθῆναι ταῖς ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ᾽ ἀλλήλοις Xen.; [[δεδόχθαι]] τινὶ ἔγκτασιν γᾶς καὶ οἰκιᾶν Dem.). | |||
}} | }} |