3,276,932
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τέρην:''' -εινᾰ, -εν, γεν. [[τέρενος]], <i>-είνης</i> (ποιητ. <i>τερένης</i>), <i>-ενος</i> ([[τείρω]])· ποιητ. επίθ. που εννοεί [[κυρίως]] την [[λείανση]] μέσω της τριβής, και ως εκ [[τούτου]] σημαίνει τον λείο, μαλακό, τρυφερό, απαλό, Λατ. [[tener]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ὄψις]] τέρεινα, τρυφερή όψη, δηλ. που προκαλεί τρυφερά αισθήματα, σε Ευρ.· συγκρ. <i>τερεινότερος</i>, σε [[Σαπφώ]]. | |lsmtext='''τέρην:''' -εινᾰ, -εν, γεν. [[τέρενος]], <i>-είνης</i> (ποιητ. <i>τερένης</i>), <i>-ενος</i> ([[τείρω]])· ποιητ. επίθ. που εννοεί [[κυρίως]] την [[λείανση]] μέσω της τριβής, και ως εκ [[τούτου]] σημαίνει τον λείο, μαλακό, τρυφερό, απαλό, Λατ. [[tener]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ὄψις]] τέρεινα, τρυφερή όψη, δηλ. που προκαλεί τρυφερά αισθήματα, σε Ευρ.· συγκρ. <i>τερεινότερος</i>, σε [[Σαπφώ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τέρην:''' [[τέρεινα]], [[τέρεν]] (поэт. gen. f τερένης - дор. τερένᾱς)<br /><b class="num">1)</b> гладкий, мягкий, нежный (φύλλα Hom.; [[χρώς]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> нежный, кроткий ([[δάκρυ]] Hom.; [[ὄψις]] Eur.). | |||
}} | }} |