Anonymous

κελάδω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κελάδω:''' Επικ. [[τύπος]] του [[κελαδέω]], χρησιμ. μόνο στη μτχ., [[θορυβώδης]], βρυχώμενος, σε Όμηρ., Θεόκρ.
|lsmtext='''κελάδω:''' Επικ. [[τύπος]] του [[κελαδέω]], χρησιμ. μόνο στη μτχ., [[θορυβώδης]], βρυχώμενος, σε Όμηρ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κελάδω:''' (ᾰ) (только part. praes.) (= [[κελαδέω]]) шуметь (ποταμὸς [[κελάδων]] Hom.; [[πόντος]] [[κελάδων]] Arph.): [[Ζέφυρος]] [[κελάδων]] ἐπὶ πόντον Hom. Зефир, гудящий над морем.
}}
}}