Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμμένω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>, συναθλούμαι, [[μένω]] μαζί, διατηρούμαι, συγκρατούμαι, σε Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για συνθήκες ή συμφωνίες, [[τηρώ]], [[διατηρώ]], σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''συμμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>, συναθλούμαι, [[μένω]] μαζί, διατηρούμαι, συγκρατούμαι, σε Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για συνθήκες ή συμφωνίες, [[τηρώ]], [[διατηρώ]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμένω:''' <b class="num">1)</b> оставаться вместе, держаться сплоченно: [[στράτευμα]] ξυνέμενέ τε καὶ προὔλαβε Thuc. армия сплоченной массой продвигалась вперед; τῶν στρατιωτῶν συμμεινάντων Isocr. так как воины держались сплоченно;<br /><b class="num">2)</b> сохраняться, длиться, продолжаться Her., Plat., Arst.: [[ὀλίγον]] χρόνον ξυνέμεινεν ἡ [[ὁμαιχμία]] Thuc. недолго продолжалось боевое содружество (Афин и Спарты); τὸ ἓν εἶναι καὶ σ. Arst. составлять неразрывное и постоянное единство.
}}
}}