Anonymous

ἐξανασπάω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξανασπάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ], [[αποσπώ]], [[ξεκολλώ]] από, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[κομματιάζω]], ξερριζώνω από, <i>χθονός</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐξανασπάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ], [[αποσπώ]], [[ξεκολλώ]] από, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[κομματιάζω]], ξερριζώνω από, <i>χθονός</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξανασπάω:''' <b class="num">1)</b> вытаскивать, выдергивать (ἐλάτην χθονός Eur.);<br /><b class="num">2)</b> стаскивать, срывать (πόλιν βάθρων Eur.; ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Her.).
}}
}}