Anonymous

ἀσπιδοφέρμων: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσπῐδοφέρμων:''' -ον ([[φέρβω]]), αυτός που τρέφεται, ζει από την [[ασπίδα]], δηλ. από τον πόλεμο, [[πολεμικός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀσπῐδοφέρμων:''' -ον ([[φέρβω]]), αυτός που τρέφεται, ζει από την [[ασπίδα]], δηλ. από τον πόλεμο, [[πολεμικός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσπῐδοφέρμων:''' 2, gen. ονος [[φέρω]] щитоносный, по друг. [[φέρβω]] живущий войной ([[θίασος]] Eur.).
}}
}}